ἐξωραίζει

ἐξωραίζει
ἐκ-ὡραίζω
beautify
pres ind mp 2nd sg
ἐκ-ὡραίζω
beautify
pres ind act 3rd sg
ἐξωραΐζει , ἐκ-ὡραίζω
beautify
pres ind mp 2nd sg
ἐξωραΐζει , ἐκ-ὡραίζω
beautify
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καλλυντικός — ή, ό 1. αυτός που έχει την ιδιότητα να ομορφαίνει, να εξωραΐζει το πρόσωπο ή το σώμα 2. το ουδ. ως ουσ. το καλλυντικό είδος σκευάσματος που χρησιμοποιείται για τη διατήρηση τής ομορφιάς τού προσώπου ή τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλυντής. Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • ωράισμα — ίσματος, το / ὡράϊσμα, ΝΜΑ [ὡραΐζω] καθετί που εξωραΐζει, καλλώπισμα, στόλισμα …   Dictionary of Greek

  • εξωραϊστικός, -ή — ό που ανήκει ή αναφέρεται στον εξωραϊσμό (βλ. λ.), που εξωραΐζει, καλλωπιστικός, διακοσμητικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”